ὀρός

ὀρός
ὀρός
Grammatical information: m.
Meaning: `the watery part of curdled milk, the whey', also metaph. of other liquids (Od., Hp., Pl., Arist.).
Compounds: ὀρο-ποτέω `to drink whey' with -ίη f. (Hp.);
Derivatives: ὀρώδης `whey-like' (Thphr.); ἐξορ-ίζω `to press out the whey' (EM, H.).
Origin: IE [Indo-European] [909] *ser- `flow'
Etymology: Prop. oxytonized nom. ag. (as τροφός etc., Chantraine Form. 9 f.) with Ion. psilosis beside the nom. act. Lat. serum n. `id.' from a verb `run, flow', retained in Skt. sí-sar-ti, sár-ati, aor. á-sar-at ; so ὀρός prop. "the runner" (cf. Porzig Satzinhalte 316) and phonetically identical with Skt. sará- `flowing, liquid'. WP. 2, 497f., Pok. 909f., W.-Hofmann s. serum m. w. further forms a. lit.
Page in Frisk: 2,425

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • .όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρός — the watery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρος — boundary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”